τροχόλιθος

τροχόλιθος
ο, Ν
ιατρ. τροχίσκος από σμύριδα με τον οποίο διανοίγεται η οδοντική κοιλότητα που πρόκειται να σφραγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + λίθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”